-
1 квартал
квартал м 1) (часть города) το τετράγωνο 2) (четверть года) η τριμηνία, το τρίμηνο* * *м1) ( часть города) το τετράγωνο2) ( четверть года) η τριμηνία, το τρίμηνο -
2 quarter
['kwo:tə] 1. noun1) (one of four equal parts of something which together form the whole (amount) of the thing: There are four of us, so we'll cut the cake into quarters; It's (a) quarter past / (American) after four; In the first quarter of the year his firm made a profit; The shop is about a quarter of a mile away; an hour and a quarter; two and a quarter hours.) τέταρτο2) (in the United States and Canada, (a coin worth) twenty-five cents, the fourth part of a dollar.) κέρμα 25 σεντς, ένα τέταρτο του δολαρίου3) (a district or part of a town especially where a particular group of people live: He lives in the Polish quarter of the town.) συνοικία4) (a direction: People were coming at me from all quarters.) πλευρά, σημείο5) (mercy shown to an enemy.) έλεος (σε ηττημένο εχθρό)6) (the leg of a usually large animal, or a joint of meat which includes a leg: a quarter of beef; a bull's hindquarters.) τέταρτο σφαγίου7) (the shape of the moon at the end of the first and third weeks of its cycle; the first or fourth week of the cycle itself.) τέταρτο σελήνης8) (one of four equal periods of play in some games.) τέταρτο παιχνιδιού9) (a period of study at a college etc usually 10 to 12 weeks in length.) τρίμηνο, τριμηνία2. verb1) (to cut into four equal parts: We'll quarter the cake and then we'll all have an equal share.) κόβω στα τέσσερα2) (to divide by four: If we each do the work at the same time, we could quarter the time it would take to finish the job.) διαιρώ δια τέσσερα3) (to give (especially a soldier) somewhere to stay: The soldiers were quartered all over the town.) παρέχω κατάλυμα, στρατωνίζω•3. adverb(once every three months: We pay our electricity bill quarterly.) ανά τρίμηνο4. noun(a magazine etc which is published once every three months.) τριμηνιαίο περιοδικό- quarters- quarter-deck
- quarter-final
- quarter-finalist
- quartermaster
- at close quarters -
3 четверть
-и θ.1. το τέταρτο, το τεταρτημόριο•четверть века το τέταρτο του αιώνα, εικοσιπενταετία•
четверть стоимости το τέταρτο της αξίας•
четверть яблока το τέταρτο του μήλου•
четверть часа τέταρτο της ώρας•
четверть двенадцатого το τέταρτο του δώδεκα.
2. το τρίμηνο•отметка (оценка) за четверть (σχολικός) βαθμός του τρίμηνου•
первая четверть το πρώτο τρίμηνο.
3. το τεταρτημόριο διαφόρων ρωσικών μέτρων.4. το τέταρτο μουσικής νότας.5. το τέταρτο της σελήνης•последняя четверть луны το τελευταίο τέταρτο της σελήνης ή η τελευταία φάση.
-
4 квартал
1. (часть города) το οικοδομικό τετράγωνο, разг. о συνοικισμός 2. (четверть года) το τρίμηνο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квартал
-
5 четверть
1. (четвёртая часть) το (ένα) τέταρτο 2. (четвёртая часть года) το τρίμηνο 3. (старая русская мера объёма сыпучих тел) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας που ισούται περίπου με 210 κιλά 4. (старая русская мера объёма жидкости) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας υγρών (που ισούται περίπου με 3 λίτρα) 5 (старая русская мера длины) το παλαιό ρωσικό μέτρο μήκους (που ισούται περίπου με 0,18 μέτρα) 6. (старая русская мера земельной площади) το παλαιό ρωσικό μέτρο εμβαδού (που ισούται περίπου με 1,6 στρέματα) 7. (круга) см. квадрант 8. муз. το τέταρτο (νότα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > четверть
-
6 квартал
кварталм1. (часть города) ἡ συνοικία, ἡ γειτονιά·2. (четверть года) τό τρίμηνο, ἡ τριμηνία:по\кварталам τριμηνιαίος, κατά τριμηνίαν. -
7 term
[tə:m] 1. noun1) (a (usually limited) period of time: a term of imprisonment; a term of office.) (χρονική) περίοδος, διάρκεια, χρόνος2) (a division of a school or university year: the autumn term.) σχολική / εκπαιδευτική περίοδος, τρίμηνο3) (a word or expression: Myopia is a medical term for short-sightedness.) όρος•- terms2. verb(to name or call: That kind of painting is termed `abstract'.)- in terms of -
8 квартал
-а α.1. τρίμηνο, τριμηνία.2. συνοικία, γειτονιά• τετράγωνο.3. παλ. αστυνομικό τμήμα.4. τετράγωνο (δάσους, αμπελώνα κ.τ.τ.). -
9 квартальный
επ.1. τρίμηνος•квартальный план τρίμηνο πλάνο.
|| τετράγωνος, του τετραγώνου πόλης.2. ως ουσ. διοικητής αστυνομικοί τμήματος.εκφρ.квартальный надзиратель – βλ. 2 σημ. -
10 поквартальный
επ.τρίμηνος•поквартальный отчт τρίμηνος απολογισμός•
поквартальный план τρίμηνο σχέδιο.
-
11 триместр
-а α.τρίμηνο. -
12 term
1) διορία2) όρος3) τρίμηνο
См. также в других словарях:
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
Olympic Airlines — For the successor to Olympic Airlines, see Olympic Air. Olympic Airlines Ολυμπιακές Αερογραμμές IATA OA … Wikipedia
ερυθρά — Λοιμώδης εξανθηματική νόσος, η οποία οφείλεται σε ιό. Προσβάλλει συνήθως παιδιά 4 12 ετών. Ο χρόνος επώασης της νόσου ποικίλλει από 12 έως 21 ημέρες· η εξέλιξή της είναι συνήθως καλοήθης, με μικρό πυρετό και καλή γενική κατάσταση. Το τυπικό… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… … Dictionary of Greek
τριμηνιαίος — α, ο / τριμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τριμηναῑος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τρίμηνο 2. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 3. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριμηνιαία χρονική περίοδος τριών μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμηνος +… … Dictionary of Greek
Εφημερίς των Αθηνών — Η πρώτη αθηναϊκή εφημερίδα. Αρχικά εκδόθηκε στη Σαλαμίνα, στις 20 Αυγούστου του 1824, από τον Γ. Ψύλλα. Αργότερα, τα τυπογραφεία της μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και στο φύλλο της 6ης Σεπτεμβρίου του 1826 o συντάκτης της ζητούσε συγγνώμη από τους… … Dictionary of Greek
Λόντος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 και πολιτικών μετά την απελευθέρωση. 1. Αναστάσιος (1791 – 1856). Αγωνιστής και πολιτικός της Επανάστασης. Έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και εθνοσυνελεύσεις. Επί Όθωνα ήταν μέλος στην A’ Εθνοσυνέλευση, ως… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek
Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της … Dictionary of Greek